ολοόφρων

ολοόφρων
ὀλοόφρων και οὐλοόφρων -όνος, ὁ, ἡ (Α)
ως επίθ.
1. αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, που σκέπτεται τον θάνατο και την καταστροφή κάποιου, ολέθριος, καταστρεπτικός («ὥς τε λέων ὀλοόφρων βουσὶν ἐπελθών», Ομ. Ιλ.)
2. οξύνους, μυαλωμένος, σοφός («Ἄτλαντος ὀλοόφρονος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «ολέθριος, καταστρεπτικός» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων. Κατ' άλλους, η λ. με τη σημ. «οξύνους, μυαλωμένος» πρέπει να γραφεί ὁλοόφρων, οπότε είναι σύνθ. < ὁλοός* (ΙΙ) + -φρων (< φρήν, φρενός) και σημαίνει «αυτός που σκέπτεται για όλα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀλοόφρων — meaning mischief masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοόφρονα — ὀλοόφρων meaning mischief masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοόφρονας — ὀλοόφρων meaning mischief masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοόφρονος — ὀλοόφρων meaning mischief masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АТЛАС —     I.    • Atlas,           Άτλας, т. е. Adtla, «снежные горы», значительные горы Африки вдоль западной части северного берега Мавритании. Геродот в одном месте (4, 184) определяет положение их на юго запад от Малой Сирты (на 20 дней пути от… …   Реальный словарь классических древностей

  • АТЛАС, АТЛАНТ — •Atlas, Άτλας, (от α τλη̃ναι), "мощный носитель", титан, сын титана Япета (см. Iapetus) и Климены или Асии, брат Менойтия, Прометея и Эпиметея. Hesiod. theog. 507 …   Реальный словарь классических древностей

  • ολοφρονώ — ὀλοφρονῶ, έω (Α) είμαι δόλιος, απατεώνας, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός* (ΙΙ) «ολέθριος» + φρονῶ (< φρων < φρήν, φρενός) ή < *ὀλοοφρονῶ < ὀλοόφρων, με σίγηση τού φωνήεντος ο ] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”