- ολοόφρων
- ὀλοόφρων και οὐλοόφρων -όνος, ὁ, ἡ (Α)ως επίθ.1. αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, που σκέπτεται τον θάνατο και την καταστροφή κάποιου, ολέθριος, καταστρεπτικός («ὥς τε λέων ὀλοόφρων βουσὶν ἐπελθών», Ομ. Ιλ.)2. οξύνους, μυαλωμένος, σοφός («Ἄτλαντος ὀλοόφρονος», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «ολέθριος, καταστρεπτικός» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων. Κατ' άλλους, η λ. με τη σημ. «οξύνους, μυαλωμένος» πρέπει να γραφεί ὁλοόφρων, οπότε είναι σύνθ. < ὁλοός* (ΙΙ) + -φρων (< φρήν, φρενός) και σημαίνει «αυτός που σκέπτεται για όλα»].
Dictionary of Greek. 2013.